συντηρητικός

συντηρητικός
conservateur

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συντηρητικός — preservative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικός — ή, ό / συντηρητικός, ή, όν, ΝΑ [συντηρῶ (II)] 1. κατάλληλος για συντήρηση 2. αυτός που γίνεται για συντήρηση, για προφύλαξη («συντηρητικά μέτρα») νεοελλ. 1. μτφ. α) οπαδός τού συντηρητισμού β) (γενικά) άνθρωπος με παλαιές αντιλήψεις 2. το αρσ. ως …   Dictionary of Greek

  • συντηρητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. κατάλληλος για συντήρηση, διαφύλαξη κάποιου πράγματος: Έριξαν μέσα στο κρασί συντηρητικές ουσίες. «Συντηρητικά μέτρα», προφυλακτικά μέτρα. 2. οπαδός του συντηρητισμού: Οισυντηρητικοί έχασαν τις εκλογές. – Το κόμμα αυτό είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντηρητικά — συντηρητικός preservative neut nom/voc/acc pl συντηρητικά̱ , συντηρητικός preservative fem nom/voc/acc dual συντηρητικά̱ , συντηρητικός preservative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικόν — συντηρητικός preservative masc acc sg συντηρητικός preservative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικαί — συντηρητικός preservative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικοί — συντηρητικός preservative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικῆς — συντηρητικός preservative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικῇ — συντηρητικός preservative fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητική — συντηρητικός preservative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντηρητικήν — συντηρητικός preservative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”